- πρωτεϊνοθεραπεία
- η мед. протеинотерапия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτεϊνοθεραπεία — η, Ν ιατρ. η παρεντερική χορήγηση πρωτεϊνών, ξένων για τον ανθρώπινο οργανισμό, για προληπτικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteinotherapy < πρωτεΐνη + θεραπεία] … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek